αδικομαχώ

αδικομαχώ
(Α ἀδικομαχῶ, -έω) [ἀδικόμαχος]
νεοελλ.
μάταια κοπιάζω, ματαιοπονώ
αρχ.
αγωνίζομαι με άδικα, αθέμιτα μέσα, ιδιαίτερα σε δικαστικούς αγώνες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αδικόμαχος — ἀδικόμαχος, ον (Α) (για άλογα) ατίθασος, ανυπότακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδικο * + μάχη. ΠΑΡ. ἀδικομαχῶ αρχ. ἀδικομαχία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”